κάπηλος

κάπηλος
(I)
ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ)
1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.)
2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με ιδιοτέλεια («εἰ δὲ κάπηλός ἐστιν πονηρίας», Δημοσθ.)
νεοελλ.
αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλή ιδέα ή αίσθημα, ο καπηλευτής
αρχ.
μικρέμπορος, μικροπωλητής («πωλεῑν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει ἕκαστος πράσιμον», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παράγεται πιθ. από το ουσ. κάπη «κουτί», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνειο, όπως και το λατ. caupō, -onis «κάπηλος». Στην Αρχαία Ελληνική ο τ. χρησιμοποιούνταν και ως επίθ. με σημ. «καπηλικός». Η λ. ήδη στην Αρχαία έχει προσλάβει κακόσημη έννοια, χρησιμοποιούμενη και με την αρχ. σημ. «ταβερνιάρης, οινοπώλης».
ΠΑΡ. καπηλειό (-εῖον), καπηλικός
αρχ.
καπήλιον
αρχ.-μσν.
καπηλίς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καπηλοτριβώ. (Β' συνθετικό) βιβλιοκάπηλος
αρχ.
ακάπηλος, ανδραποδοκάπηλος, ανδροκάπηλος, αρτοκάπηλος, βουκάπηλος, ελαιοκάπηλος, ιματιοκάπηλος, οινοκάπηλος, οπωροκάπηλος, ορνιθοκάπηλος, παλιγκάπηλος, πολιτοκάπηλος, προβατοκάπηλος, σιτοκάπηλος, σωματοκάπηλος, υποκάπηλος, χριστοκάπηλος
νεοελλ.
αρχαιοκάπηλος, γλωσσοκάπηλος, εθνοκάπηλος, εργατοκάπηλος, θεοκάπηλος, πατριδοκάπηλος, πολεμοκάπηλος].
————————
(II)
κάπηλος, -ον (Α)
καπηλικός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάπηλος (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάπηλος — retail dealer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπηλος — ο αυτός που εκμεταλλεύεται ιδανικά για ωφέλειά του: Είναι κάπηλος της θρησκείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπήλοις — κάπηλος retail dealer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπήλου — κάπηλος retail dealer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπήλους — κάπηλος retail dealer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπήλων — κάπηλος retail dealer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπήλως — κάπηλος retail dealer masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπήλῳ — κάπηλος retail dealer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπηλε — κάπηλος retail dealer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπηλοι — κάπηλος retail dealer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”